- ησκιάδα
- ηπυκνή σκιά, ήσκιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσκιος + επίθημα -αδα (πρβλ. έβδομος > εβδομ-άδα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ήσκιος — ο 1. η σκιά, το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια σε αντίθετη διεύθυνση από αυτήν που φωτίζεται 2. συνεκδ. ο σκιαζόμενος τόπος, το ήσκιωμα 3. μτφ. είδωλο φανταστικών πραγμάτων που δεν έχουν… … Dictionary of Greek
συνηρεφής — ές, Α 1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα 2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά 4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές σύσκιος τόπος, ησκιάδα. επίρρ...… … Dictionary of Greek